- οὕτος
- ἔτος , ἔτοςyearneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οὗτος — this masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek
Τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. — τὸν μέσον δάκτυλον ἐκτείνας, οὗτος ὑμῖν ἔφη ἐσὶν ὁ ’Αθηναίων δημαγωγός. См. Пальцем показывать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ταύταιν — οὗτος this fem dat dual οὗτος this fem gen dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τούτω — οὗτος this masc/neut gen sg (doric aeolic) οὗτος this masc acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοὖτος — οὗτος , οὗτος this masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑταιί — οὗτος this fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτηγί — οὗτος this fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)